- πολυσύνθετος
- -η, -ο / πολυσύνθετος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που συγκροτείται, που απαρτίζεται από πολλά τμήματα, από πολλά στοιχεία2. (ιδίως για φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αυτός που αποτελείται από πολλά συστατικά3. (για λέξη) αυτός που έχει σχηματιστεί με περισσότερα από δύο συνθετικά, όπως λ.χ. δι-εισ-δύω, προ-κατα-λαμβάνω, παρα-σύν-θημα4. το ουδ. ως ουσ. το πολυσύνθετογραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνδεση τών προτάσεων γίνεται με τη χρήση πολλών μορίωννεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά χαρίσματα ή πολλές ικανότητες, χαρισματικός, πολυτάλαντος («πολυσύνθετη προσωπικότητα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σύνθετος].
Dictionary of Greek. 2013.